ἐναντιοβουλία

ἐναντιοβουλία
ἐναντῐο-βουλία, ,
A contrary purpose, Vett.Val.201.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εναντιοβουλία — ἐναντιοβουλία, η (Α) η αντίθετη βουλή, η αντίθετη γνώμη, η αντιγνωμία …   Dictionary of Greek

  • ἐναντιοβουλίας — ἐναντιοβουλίᾱς , ἐναντιοβουλία contrary purpose fem acc pl ἐναντιοβουλίᾱς , ἐναντιοβουλία contrary purpose fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”